- φαλάγγωμα
- φᾰλάγγ-ωμα, ατος, τὸ,A roller, Phryn.PSp.124 B.II a Dionysiac procession, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φαλάγγωμα — ώματος, τὸ, Α [φαλαγγῶ] 1. (κατά τον Ησύχ.) «πομπή τις ἐν τοῑς Διονυσίοις» 2. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «τὸ ξύλον ἡ φάλαγξ, ἃ νῡν φαλαγγώματα καλοῡσιν» … Dictionary of Greek